- ναυκληρώσιμος
- ναυκληρώσιμος, -ον (Α)1. (για ακίνητα) μισθώσιμος2. (κατά τον Ησύχ.) «ναυκληρώσιμοι στέγαιτὰ πανδοκεῑα».[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύκληρος + κατάλ. -ώσιμος κατά το μισθώσιμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ναυκληρώσιμοι — ναυκληρώσιμος to be sub let masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)